εντευξις

εντευξις
    ἔντευξις
    ἔν-τευξις
    -εως ἥ
    1) встреча
    

(τινι Plat.)

    2) общение, обхождение
    

(πρός τινας Arst.)

    3) посещение, беседа
    

(τινος Aeschin. и πρός τινα Plut.)

    ἐντεύξεις ποιεῖσθαί τινι Isocr., Polyb. — иметь беседы с кем-л.

    4) предложение, просьба
    

(ἔντευξιν δέχεσθαι Polyb. или διωθεῖσθαι Plut.)

    5) чтение
    

(τῆς πραγματείας Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εντευξις" в других словарях:

  • έντευξις — ἔντευξις, η (AM) συναναστροφή μσν. μορφή, εξωτερική εμφάνιση αρχ. 1. συνάντηση 2. ήθος, συμπεριφορά 3. συνουσία 4. ομιλία, λόγος 5. αίτηση 6. παράκληση, μεσιτεία 7. ανάγνωση, μελέτη …   Dictionary of Greek

  • ἔντευξις — lighting upon fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξει — ἔντευξις lighting upon fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐντεύξεϊ , ἔντευξις lighting upon fem dat sg (epic) ἔντευξις lighting upon fem dat sg (attic ionic) ἐντυγχάνω light upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξεις — ἔντευξις lighting upon fem nom/voc pl (attic epic) ἔντευξις lighting upon fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξεσι — ἔντευξις lighting upon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξεσιν — ἔντευξις lighting upon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεύξιος — ἔντευξις lighting upon fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντευξιν — ἔντευξις lighting upon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мольба — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. δέησις) прошение, просьба; (греч. ἔντευξις) ходатайство …   Словарь церковнославянского языка

  • προέντευξις — εύξεως, ἡ Α αίτηση που έχει προηγηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔντευξις «συνάντηση, αίτηση»] …   Dictionary of Greek

  • συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»